παραδεισένιος

παραδεισένιος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο
2. αυτός που μοιάζει με παράδεισο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ασημ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραδεισένιος, -ια, -ιο — αυτός που αναφέρεται στον παράδεισο, ο πολύ ωραίος ή ευχάριστος, αλλ. παραδεισιακός και παραδείσιος: Κάναμε ζωή παραδεισένια το καλοκαίρι στο νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδεισιακός — ή, ό / παραδεισιακός, ή, όν, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο ή αυτός που μοιάζει με παράδεισο, παραδεισένιος, παραδείσιος. επίρρ... παραδεισιακώς και ά σαν σε παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ιακός (πρβλ. μεσ ιακός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”